τριαδικός

τριαδικός
η , ό
1) тройной; 2) церк, относящийся к троице

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τριαδικός" в других словарях:

  • τριαδικός — of three masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικός — ή, ό / τριαδικός, ή, όν, ΝΜΑ [τριάς, άδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια… …   Dictionary of Greek

  • τριαδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την τριάδα. 2. αυτός που έχει σχέση με την Αγία Τριάδα: Τριαδικά τροπάρια. 3. ο πληθ. του αρσ. ως ουσ., τριαδικοί, οι μοναχικό τάγμα της δυτικής Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριαδικά — τριαδικός of three neut nom/voc/acc pl τριαδικά̱ , τριαδικός of three fem nom/voc/acc dual τριαδικά̱ , τριαδικός of three fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικῶν — τριαδικός of three fem gen pl τριαδικός of three masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικόν — τριαδικός of three masc acc sg τριαδικός of three neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Троичны — (τριαδικός) церковные песнопения; общее содержание их прославление Пресв. Троицы. Они поются на утрени, когда после шестопсалмия и ектении поется: аллилуйя , и не поются при пении Бог Господь . Т. имеют отношение и к службе дня (напр., в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • τριαδικαί — τριαδικός of three fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικοί — τριαδικός of three masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικοῦ — τριαδικός of three masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαδικούς — τριαδικός of three masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»